- κατωχύρωσεν
- κατά-ὀχυρόωfortifyaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατοχυρώνω — (ΑΜ κατοχυρῶ, όω, Μ και κατοχυρώνω) εξασφαλίζω, προστατεύω («κατοχύρωσε τα δικαιώματά της») νεοελλ. μσν. οχυρώνω κάτι καλά, θωρακίζω («κατωχύρωσεν... τὴν πόλιν πρὸς μάχην», Νικητ. Ευγ.) μσν. ενισχύω, ενδυναμώνω … Dictionary of Greek